increment διαβαθμίσεις (αύξησης)/διαβαθμισμένο σε ή διαβάθμιση 40 (αυξητικών)βημάτων/θέσων

Creator:
Language pair:английский => греческий (новогреческий)
All of ProZ.com
  • All of ProZ.com
  • Поиск термина
  • Заказы
  • Форумы
  • Multiple search